- всадишь
- всажу, всадишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. всаженный, βρ: -жен, -а, -о, ρ.σ.μ.1. μπήγω, χώνω, εμφυτεύω•
всадишь нож в спину μπήγω το μαχαίρι στη ράχη•
он -ил пулю в лоб του φύτεψε τη σφαίρα στο κεφάλι, του τίναξε τα μυαλά στον αέρα.
2. καταξοδεύω, κατασπαταλώ.всадишьсяμπήγομαι, χώνομαι.
Большой русско-греческий словарь. Под редакцией Константина Логофетиса. 1987.